↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντίκτυπος οι αντίκτυποι
      γενική του αντίκτυπου
αντικτύπου
των αντίκτυπων
αντικτύπων
    αιτιατική τον αντίκτυπο τους αντίκτυπους
αντικτύπους
     κλητική αντίκτυπε αντίκτυποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντίκτυπος < (ελληνιστική κοινήἀντίκτυπος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrecoup)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντίκτυπος αρσενικό

  1. η αντήχηση
  2. η απήχηση, η επίπτωση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία