ἀντίλαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀντίλαλος < ἀντιλαλέω < ἀντί- + λαλέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀντίλαλος αρσενικό
- αυτός που ομιλεί εναντίον κάποιου, που τον κακολογεί
- ※ Πατάγημα: ἀντίλαλος καὶ πανοῦργος· Μένανδρος· (Φώτιος, Λεξικόν)