αντανάκλαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντανάκλαση | οι | αντανακλάσεις |
γενική | της | αντανάκλασης* | των | αντανακλάσεων |
αιτιατική | την | αντανάκλαση | τις | αντανακλάσεις |
κλητική | αντανάκλαση | αντανακλάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντανακλάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντανάκλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντανάκλα(σις) + -ση < ἀντανακλάω
- επίδραση, απήχηση: < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική répercussion [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.daˈna.kla.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐νά‐κλα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντανάκλαση θηλυκό
- η αλλαγή της πορείας των ακτίνων, των φωτεινών, ηχητικών κ.λπ κυμάτων που προσκρούουν σε μια επιφάνεια. Λέγεται και ανάκλαση
- ⮡ το φαινόμενο της αντανάκλασης του φωτός / του ήχου
- (μεταφορικά) η επίδραση, το αποτέλεσμα, η απήχηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντανάκλαση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντανάκλαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας