Ετυμολογία

επεξεργασία
répercussion < λατινική repercussus

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
répercussion répercussions

répercussion (fr) θηλυκό

  1. ο αντίκτυπος
     συνώνυμα: contrecoup, réflexion, renvoi
  2. (μεταφορικά) η επίπτωση
     συνώνυμα: choc, impact, incidence, influence, retentissement

Συγγενικά

επεξεργασία