renvoi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
renvoi | renvois |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrenvoi (fr) αρσενικό
- η απόλυση, η αποπομπή
- le directeur a décidé le renvoi immédiat de l'employé responsable
- ο διευθυντής αποφάσισε την άμεση απόλυση του υπεύθυνου εργαζόμενου
- le directeur a décidé le renvoi immédiat de l'employé responsable
- η παραπομπή