πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραπομπή οι παραπομπές
      γενική της παραπομπής των παραπομπών
    αιτιατική την παραπομπή τις παραπομπές
     κλητική παραπομπή παραπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπομπή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραπέμπω
  2. η αναφορά σε κάποιον ή κάτι
  3. η μεταφορά μιας υπόθεσης σε άλλο τμήμα ή υπηρεσία
    παράδειγμα  Η ανακάλυψη νέων στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα.
  4. (βιβλιογραφική παραπομπή) το σημάδι που δείχνει ότι υπάρχει κάπου αλλού μία διευκρίνιση ή άλλη πληροφορία σχετική με το κείμενο
  5. (κατ’ επέκταση) η σημείωση, το κείμενο σε κάποιο χώρο, εκτός του κανονικού κειμένου, στο οποίο αναφέρεται η παραπομπή (4)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις παρά, πομπή και πέμπω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραπομπή αἱ παραπομπαί
      γενική τῆς παραπομπῆς τῶν παραπομπῶν
      δοτική τῇ παραπομπ ταῖς παραπομπαῖς
    αιτιατική τὴν παραπομπήν τὰς παραπομπᾱ́ς
     κλητική ! παραπομπή παραπομπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραπομπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παραπομπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπομπή < παραπέμπω, θέμα πομπ- + . Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + πομπή.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπομπή θηλυκό

  1. η συνοδεία
  2. η μεταφορά αντικειμένων ή ατόμων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία