Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραπέμπω < παρά )παρα-) + πέμπω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renvoyer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpem.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐πέ‐μπω
παλιότερος συλλαβισμός: πα‐ρα‐πέμ‐πω

παραπέμπω, πρτ.: παρέπεμπα, αόρ.: παρέπεμψα, παθ.φωνή: παραπέμπομαι, π.αόρ.: παραπέμφθηκα

  1. (νομικός όρος) μεταβιβάζω την αρμοδιότητα για κάποια υπόθεση σε άλλον ή σε άλλη υπηρεσία
    ※  ... η Ολομέλεια της Βουλής αποδέχτηκε και παρέπεμψε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας την πρόταση νόμου που κατέθεσε ο Πρόεδρος του ...[1]
    • (κατ’ επέκταση) (ως εισαγγελική αρχή) καθιστώ κάποιον υπόδικο μεταβιβάζοντας την υπόθεση του σε δικαστική αρχή
      ⮡  παραπέμφθηκε σε δίκη
  2. (για άτομο) υποδεικνύω σε κάποιον άλλη υπηρεσία για την οποία θεωρώ ότι είναι η κατάλληλη ή η αρμόδια
  3. χρησιμοποιώ μέσα σε κείμενο συγκεκριμένη τυπογραφική σήμανση για να υποδείξω άλλο σημείο στο οποίο υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες
    • (ειδικότερα) παραπέμπω σε αναλυτικά στοιχεία για την πηγή από την οποία πήρα τα στοιχεία
  4. (μεταφορικά) παραπέμπω νοητικά, κάνω κάποιον να σκεφτεί κάτι σχετικό με εμένα
    ※  Εξερευνώντας τον μύθο του μικρού αγοριού που αρνείται να μεγαλώσει, η ψυχαναλύτρια - συγγραφέας παραπέμπει στη δική της παιδική ηλικία [2]
    ※  Ο ήχος του είναι ζεστός και μελαγχολικός και παραπέμπει στα βουνά και στην ποιμενική ζωή.[3]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπέμπω < παρα- + πέμπω

παραπέμπω

  1. στέλνω κοντά ή πλησίον ή δια μέσου άλλης οδού
  2. συνοδεύω
  3. (ειδικότερα) στέλνω συνοδευτική στρατιωτική δύναμη ή εφόδια
  4. αποπέμπω, περιφρονώ
  5. (για ήχο) αντηχώ
  6. (μεταφορικά) παραπέμπω νοητικά
    ※  Μῖμος, πόλεμος, πτοία, νάρκα, δουλεία: καθ̓ ἡμέραν ἀπαλείψεταί σου τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα δόγματα, ὁπόσα ἀφυσιολογήτως φαντάζῃ καὶ παραπέμπεις.
    λείπει η μετάφραση
    Μάρκος Αυρήλιος (Marcus Aurelius), Εις εαυτόν Aur. 10.9.1@perseus