παραπεμπτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραπεμπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραπεμπτικός (παραπεμπτικό έγγραφο ή έντυπο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραπεμπτικό ουδέτερο
- ειδικό έγγραφο με το οποίο ο γιατρός παραπέμπει τον ασθενή για εξετάσεις ή σε άλλον γιατρό
- χωρίς παραπεμπτικό από τον παθολόγο δεν μπορώ να σας κάνω αυτήν την εξέταση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαραπεμπτικό
- αιτιατική ενικού του παραπεμπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παραπεμπτικός