ενικός         πληθυντικός  
referral referrals

  Ετυμολογία

επεξεργασία
referral < refer + -al

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

referral (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παραπομπή, το παραπεμπτικό, οποιαδήποτε αναφορά ή σύσταση με την οποία κάποιος μας παραπέμπει σε τρίτον για κάποιο σκοπό
    ⮡  the referral of a document/matter to the authorities - η παραπομπή εγγράφου/θέματος στους αρμοδίους
    ⮡  the referral of the case/the accused to the examining judge - η παραπομπή της υπόθεσης/του κατηγορουμένου στον ανακριτή
    ⮡  Without a referral from the pathologist, I cannot do this test for you.
    Χωρίς παραπεμπτικό από τον παθολόγο δεν μπορώ να σας κάνω αυτήν την εξέταση.
  2. σημείωμα με το οποίο αναφέρεται ένας μαθητής για παράπτωμα