ενεστώτας refer
γ΄ ενικό ενεστώτα refers
αόριστος referred
παθητική μετοχή referred
ενεργητική μετοχή referring

refer (en)

  • παραπέμπω, στέλνω κάποιον ή κάτι σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια, συμβουλή ή απόφαση
      The dispute was referred to arbitration.
    Η διαφορά παραπέμφθηκε στη διαιτησία.
      They referred me to the Manager.
    Με παράπεμψαν στο Διευθυντή.
      The reader is referred to…
    Ο αναγνώστης παραπέμπεται εις…

Συγγενικά

επεξεργασία