• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

υπόδικος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική υπόδικος υπόδικη υπόδικο
γενική υπόδικου υπόδικης υπόδικου
αιτιατική υπόδικο υπόδικη υπόδικο
κλητική υπόδικε υπόδικη υπόδικο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική υπόδικοι υπόδικες υπόδικα
γενική υπόδικων υπόδικων υπόδικων
αιτιατική υπόδικους υπόδικες υπόδικα
κλητική υπόδικοι υπόδικες υπόδικα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υπόδικος < αρχαία ελληνική ὑπόδικος < ὑπό + δίκη

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

υπόδικος, -η, -ο

  • (νομική) που πρόκειται να δικαστεί, που υπάρχουν εναντίον του κατηγορίες οι οποίες δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    υπόδικος
  • ιταλικά : imputato in attesa di giudizio (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υπόδικος&oldid=4879083"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Οκτωβρίου 2020, στις 21:24

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Οκτωβρίου 2020, στις 21:24.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie