υπόδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπόδικος | η | υπόδικη | το | υπόδικο |
γενική | του | υπόδικου | της | υπόδικης | του | υπόδικου |
αιτιατική | τον | υπόδικο | την | υπόδικη | το | υπόδικο |
κλητική | υπόδικε | υπόδικη | υπόδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπόδικοι | οι | υπόδικες | τα | υπόδικα |
γενική | των | υπόδικων | των | υπόδικων | των | υπόδικων |
αιτιατική | τους | υπόδικους | τις | υπόδικες | τα | υπόδικα |
κλητική | υπόδικοι | υπόδικες | υπόδικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόδικος < αρχαία ελληνική ὑπόδικος < ὑπό + δίκη
Επίθετο
επεξεργασίαυπόδικος, -η, -ο
- (νομικός όρος) που πρόκειται να δικαστεί, που υπάρχουν εναντίον του κατηγορίες οι οποίες δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί