υπόδικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπόδικος < αρχαία ελληνική ὑπόδικος < ὑπό + δίκη
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υπόδικος, -η, -ο
- (νομική) που πρόκειται να δικαστεί, που υπάρχουν εναντίον του κατηγορίες οι οποίες δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπόδικος