Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρμοδιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αρμοδιότητ
α
οι
αρμοδιότητ
ες
γενική
της
αρμοδιότητ
ας
των
αρμοδιοτήτ
ων
αιτιατική
την
αρμοδιότητ
α
τις
αρμοδιότητ
ες
κλητική
αρμοδιότητ
α
αρμοδιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρμοδιότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρμοδιότητα
θηλυκό
το
καθήκον
, η
υποχρέωση
κάποιου
η ιδιότητα του
αρμόδιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρμοδιότητα
αγγλικά
:
province
(en)
γαλλικά
:
compétence
(fr)
εσπεράντο
:
kompetenco
(eo)
ισπανικά
:
competencia
(es)
,
atribución
(es)
πολωνικά
:
kompetencja
(pl)
,
uprawnienie
(pl)