ενικός         πληθυντικός  
responsibility responsibilities

Ουσιαστικό

επεξεργασία

responsibility (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ευθύνη, η αρμοδιότητα, η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει για τις σχετικές ενέργειες
      I have a job with many/minimal responsibilities.
    Έχω μια εργασία με πολλές/ελάχιστες ευθύνες.
      Independently of the team, everyone has to take personal responsibility.
    Ανεξάρτητα από την ομάδα, ο καθένας πρέπει να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη.
      There is confusion about the responsibilities of each service.
    Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας.
  2. (μη μετρήσιμο) η ευθύνη, η υπαιτιότητα
      Who has/bears the responsibility for the accident.
    Ποιος έχει/φέρει την ευθύνη για το ατύχημα;
      I admit my responsibility.
    Παραδέχομαι την ευθύνη μου.
      I deny all responsibility./I disclaim all responsibility.
    Αρνούμαι κάθε ευθύνη./Αποκρούω/Αποποιούμαι κάθε ευθύνη.
     συνώνυμα: blame