Ουσιαστικό

επεξεργασία

blame (en) (μη μετρήσιμο)

  • το φταίξιμο, η ευθύνη να κάνω κάτι λάθος
    ⮡  The blame is yours, not mine.
    Το φταίξιμο είναι δικό σου, όχι δικό μου.
    ⮡  He took the blame for it.
    Πήρε την ευθύνη γι' αυτό.
    ⮡  He put the blame on me for his failure.
    Έριξε σε μένα την ευθύνη για την αποτυχία του.
     συνώνυμα: responsibility
ενεστώτας blame
γ΄ ενικό ενεστώτα blames
αόριστος blamed
παθητική μετοχή blamed
ενεργητική μετοχή blaming

blame (en)

  • κατηγορώ, μέμφομαι, επικρίνω, φταίω, τα βάζω με κάποιον ή κάτι, λέω ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για κάτι άσχημο
    ⮡  He blamed his teacher for his failure.
    Κατηγόρησε το δάσκαλό του για την αποτυχία του.
    ⮡  I don’t blame you for what he said.
    Δε σε μέμφομαι γι' αυτό που είπες.
    ⮡  I was blamed for your oversights.
    Επικρίθηκα εγώ για τις δικές σου παραλείψεις.
    ⮡  Who is to blame for the fire?
    Ποιος φταίει για τη φωτιά;
    ⮡  We were all to blame and now we’ll pay.
    Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε.
    ⮡  Stop blaming your tools.
    Πάψε να τα βάζεις με τα εργαλεία σου.
    ⮡  Don’t blame me for that mistake.
    Μην τα βάζεις μαζί μου για αυτό το λάθος.
     συνώνυμα:  fault