• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φταίξιμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φταίξιμο τα φταιξίματα
      γενική του φταιξίματος των φταιξιμάτων
    αιτιατική το φταίξιμο τα φταιξίματα
     κλητική φταίξιμο φταιξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φταίξιμο < φταίω (αόριστος: έφταιξα) + -ιμο[1] (μεσαιωνική ελληνική φταίσιμον)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φταίξιμο ουδέτερο

  • η υπαιτιότητα για κάποιο σφάλμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη φταίω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φταίξιμο
  • αγγλικά : culpability (en)
  • γαλλικά : faute (fr)
  • ισπανικά : culpa (es)
  • ουκρανικά : провина (uk)
  • πολωνικά : wina (pl)
  • ρωσικά : вина (ru), провинность (ru)
  1. ↑ φταίξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φταίξιμο&oldid=7113869"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:46

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:46.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας