φταίξιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φταίξιμο < φταίω (αόριστος: έφταιξα) + -ιμο[1] (μεσαιωνική ελληνική φταίσιμον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφταίξιμο ουδέτερο
- η υπαιτιότητα για κάποιο σφάλμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φταίω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φταίξιμο
- ↑ φταίξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας