ενικός         πληθυντικός  
faute fautes


  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

faute (fr) θηλυκό

  1. το λάθος, το σφάλμα
  2. η αμαρτία
  3. το παράπτωμα