αμαρτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμαρτία | οι | αμαρτίες |
γενική | της | αμαρτίας | των | αμαρτιών |
αιτιατική | την | αμαρτία | τις | αμαρτίες |
κλητική | αμαρτία | αμαρτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμαρτία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁμαρτία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.maɾˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μαρ‐τί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμαρτία θηλυκό
- (θρησκεία) η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
- το σφάλμα
- ↪ να πω την αμαρτία μου ...
- η έκλυτη ζωή
- ↪ ζει μέσα στην αμαρτία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- είναι αμαρτία: πολλές φορές έχει τη σημασία του "είναι κρίμα"
- ↪ είναι αμαρτία να πηγαίνει χαμένος ένας τέτοιος λαμπρός επιστήμονας
Παροιμίες
επεξεργασία- ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει / (καθαρεύουσα) ἀσθενής καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει (εκκλησιαστική γλώσσα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμαρτία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμαρτία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας