Δείτε επίσης: ἁμαρτία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαρτία οι αμαρτίες
      γενική της αμαρτίας των αμαρτιών
    αιτιατική την αμαρτία τις αμαρτίες
     κλητική αμαρτία αμαρτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαρτία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁμαρτία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.maɾˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μαρ‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμαρτία θηλυκό

  1. (θρησκεία) η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
     συνώνυμα: αμάρτημα
  2. το σφάλμα
    να πω την αμαρτία μου ...
  3. η έκλυτη ζωή
    ζει μέσα στην αμαρτία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • είναι αμαρτία: πολλές φορές έχει τη σημασία του "είναι κρίμα"
    είναι αμαρτία να πηγαίνει χαμένος ένας τέτοιος λαμπρός επιστήμονας

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία