Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Ετυμολογία

επεξεργασία
φταίω < μεσαιωνική ελληνική φταίω[1] < αρχαία ελληνική πταίω (κάνω κάποιον να παραπατήσει) με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt < ft][2]

φταίω, πρτ.: έφταιγα, αόρ.: έφταιξα (χωρίς παθητική φωνή) (αμετάβατο)

  1. είμαι υπαίτιος για κάποιο σφάλμα, κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό
      Φταίω εγώ που στο είπα. (δεν έπρεπε να στο έχω πει)
     συνώνυμα: ευθύνομαι
  2. κάνω κάποιο σφάλμα
      Ζητώ συγγνώμη, εγώ έφταιξα.
     συνώνυμα: σφάλλω, λαθεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Δεύτερος τύπος ενεστώτα: φταιν (γ´ πληθ.)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. φταίω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. φταίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας