Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fault faults

fault (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το λάθος, το σφάλμα, η υπαιτιότητα, η ευθύνη για κάτι λάθος που έχει γίνει
    ⮡  It’s my own fault and I admit it.
    Δικό μου είναι το λάθος και το παραδέχομαι.
    ⮡  Find out whose fault it was.
    Ψάξε να βρεις ποιανού ήταν το λάθος.
    ⮡  The trip’s cancellation was not my own fault.
    Η ματαίωση της εκδρομής δεν οφείλεται σε δικό μου σφάλμα.
    ⮡  Whose fault is it?
    Ποιος φταίει;
    ⮡  I recognize it was my fault and I apologize.
    Αναγνωρίζω ότι έφταιξα και ζητώ συγνώμη.
    ⮡  It was all of our fault and now we’ll pay.
    Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε.
    ⮡  It’s all your fault./Everything is your fault.
    Εσύ φταις για όλα.
  2. (γεωλογία) τεκτονικό ρήγμα

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας fault
γ΄ ενικό ενεστώτα faults
αόριστος faulted
παθητική μετοχή faulted
ενεργητική μετοχή faulting

fault (en)

  • κατηγορώ, φταίω, αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη για μια λανθασμένη ενέργεια ή κάτι δυσάρεστο
    ⮡  We can’t fault you for the leak.
    Δεν σε κατηγορούμε για τη διαρροή.
    ⮡  Who is to fault for the team’s loss?
    Ποιος φταίει για την ήττα της ομάδας;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη blame