fault
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fault | faults |
fault (en)
- (μη μετρήσιμο) το λάθος, το σφάλμα, η υπαιτιότητα, η ευθύνη για κάτι λάθος που έχει γίνει
- ⮡ It’s my own fault and I admit it.
- Δικό μου είναι το λάθος και το παραδέχομαι.
- ⮡ Find out whose fault it was.
- Ψάξε να βρεις ποιανού ήταν το λάθος.
- ⮡ The trip’s cancellation was not my own fault.
- Η ματαίωση της εκδρομής δεν οφείλεται σε δικό μου σφάλμα.
- ⮡ Whose fault is it?
- Ποιος φταίει;
- ⮡ I recognize it was my fault and I apologize.
- Αναγνωρίζω ότι έφταιξα και ζητώ συγνώμη.
- ⮡ It was all of our fault and now we’ll pay.
- Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε.
- ⮡ It’s all your fault./Everything is your fault.
- Εσύ φταις για όλα.
- ⮡ It’s my own fault and I admit it.
- (γεωλογία) τεκτονικό ρήγμα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fault |
γ΄ ενικό ενεστώτα | faults |
αόριστος | faulted |
παθητική μετοχή | faulted |
ενεργητική μετοχή | faulting |
fault (en)