κατηγορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατηγορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατηγορῶ < κατήγορος
Ρήμα
επεξεργασίακατηγορώ
- σχολιάζω αρνητικά κάποιον,του αποδίδω ευθύνες για το αποτέλεσμα μιας ενέργειας/κατάστασης ή μιας πράξης που τιμωρείται από τον νόμο
Συνώνυμα
επεξεργασίαδείτε επίσης
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κατήγορος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηγορώ | κατηγορούσα | θα κατηγορώ | να κατηγορώ | κατηγορώντας | |
β' ενικ. | κατηγορείς | κατηγορούσες | θα κατηγορείς | να κατηγορείς | (κατηγόρει) | |
γ' ενικ. | κατηγορεί | κατηγορούσε | θα κατηγορεί | να κατηγορεί | ||
α' πληθ. | κατηγορούμε | κατηγορούσαμε | θα κατηγορούμε | να κατηγορούμε | ||
β' πληθ. | κατηγορείτε | κατηγορούσατε | θα κατηγορείτε | να κατηγορείτε | κατηγορείτε | |
γ' πληθ. | κατηγορούν(ε) | κατηγορούσαν(ε) | θα κατηγορούν(ε) | να κατηγορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηγόρησα | θα κατηγορήσω | να κατηγορήσω | κατηγορήσει | ||
β' ενικ. | κατηγόρησες | θα κατηγορήσεις | να κατηγορήσεις | κατηγόρησε | ||
γ' ενικ. | κατηγόρησε | θα κατηγορήσει | να κατηγορήσει | |||
α' πληθ. | κατηγορήσαμε | θα κατηγορήσουμε | να κατηγορήσουμε | |||
β' πληθ. | κατηγορήσατε | θα κατηγορήσετε | να κατηγορήσετε | κατηγορήστε | ||
γ' πληθ. | κατηγόρησαν κατηγορήσαν(ε) |
θα κατηγορήσουν(ε) | να κατηγορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατηγορήσει | είχα κατηγορήσει | θα έχω κατηγορήσει | να έχω κατηγορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατηγορήσει | είχες κατηγορήσει | θα έχεις κατηγορήσει | να έχεις κατηγορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατηγορήσει | είχε κατηγορήσει | θα έχει κατηγορήσει | να έχει κατηγορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηγορήσει | είχαμε κατηγορήσει | θα έχουμε κατηγορήσει | να έχουμε κατηγορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατηγορήσει | είχατε κατηγορήσει | θα έχετε κατηγορήσει | να έχετε κατηγορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηγορήσει | είχαν κατηγορήσει | θα έχουν κατηγορήσει | να έχουν κατηγορήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηγορούμαι | κατηγορούμουν | θα κατηγορούμαι | να κατηγορούμαι | ||
β' ενικ. | κατηγορείσαι | κατηγορούσουν | θα κατηγορείσαι | να κατηγορείσαι | ||
γ' ενικ. | κατηγορείται | κατηγορούνταν | θα κατηγορείται | να κατηγορείται | ||
α' πληθ. | κατηγορούμαστε | κατηγορούμασταν κατηγορούμαστε |
θα κατηγορούμαστε | να κατηγορούμαστε | ||
β' πληθ. | κατηγορείστε | κατηγορούσασταν κατηγορούσαστε |
θα κατηγορείστε | να κατηγορείστε | κατηγορείστε | |
γ' πληθ. | κατηγορούνται | κατηγορούνταν | θα κατηγορούνται | να κατηγορούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηγορήθηκα | θα κατηγορηθώ | να κατηγορηθώ | κατηγορηθεί | ||
β' ενικ. | κατηγορήθηκες | θα κατηγορηθείς | να κατηγορηθείς | κατηγορήσου | ||
γ' ενικ. | κατηγορήθηκε | θα κατηγορηθεί | να κατηγορηθεί | |||
α' πληθ. | κατηγορηθήκαμε | θα κατηγορηθούμε | να κατηγορηθούμε | |||
β' πληθ. | κατηγορηθήκατε | θα κατηγορηθείτε | να κατηγορηθείτε | κατηγορηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατηγορήθηκαν κατηγορηθήκαν(ε) |
θα κατηγορηθούν(ε) | να κατηγορηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατηγορηθεί | είχα κατηγορηθεί | θα έχω κατηγορηθεί | να έχω κατηγορηθεί | κατηγορημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατηγορηθεί | είχες κατηγορηθεί | θα έχεις κατηγορηθεί | να έχεις κατηγορηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατηγορηθεί | είχε κατηγορηθεί | θα έχει κατηγορηθεί | να έχει κατηγορηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηγορηθεί | είχαμε κατηγορηθεί | θα έχουμε κατηγορηθεί | να έχουμε κατηγορηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατηγορηθεί | είχατε κατηγορηθεί | θα έχετε κατηγορηθεί | να έχετε κατηγορηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηγορηθεί | είχαν κατηγορηθεί | θα έχουν κατηγορηθεί | να έχουν κατηγορηθεί |