Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας accuse
γ΄ ενικό ενεστώτα accuses
αόριστος accused
παθητική μετοχή accused
ενεργητική μετοχή accusing

  Ρήμα επεξεργασία

accuse (en)

  • κατηγορώ
    I was forced to undertake his defense myself, because they unjustly accused him.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
    She was accused of murder.
    Κατηγορήθηκε για φόνο.
    He is accused of committing murder.
    Κατηγορείται ότι διέπραξε φόνο.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία