indict
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | indict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | indicts |
αόριστος | indicted |
παθητική μετοχή | indicted |
ενεργητική μετοχή | indicting |
Προφορά επεξεργασία
/ɪnˈdʌɪt/
Ρήμα επεξεργασία
indict (en)
- κατηγορώ, διώκω
- (νομικός όρος) (στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα, για μια ομάδα ενόρκων) παραπέμπω, εγκρίνω τις κατηγορίες που προτείνει ο εισαγγελέας ώστε ο κατηγορούμενος να οδηγηθεί σε δίκη
- ↪ He was indicted for complicity.
- Παραπέμφθηκε για συνέργεια.
- ↪ He was indicted for complicity.
Παράγωγα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- indict - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπέμπω