Δείτε επίσης: ἐνοχοποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοχοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνοχοποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἐνοχοποιέω < αρχαία ελληνική ἔνοχος + ποιέω / ποιῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inculper)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.no.xo.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νο‐χο‐ποι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

ενοχοποιώ, αόρ.: ενοχοποίησα, παθ.φωνή: ενοχοποιούμαι, π.αόρ.: ενοχοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ενοχοποιημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία