ενοχοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενοχοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνοχοποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἐνοχοποιέω < αρχαία ελληνική ἔνοχος + ποιέω / ποιῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inculper)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.no.xo.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐χο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαενοχοποιώ, αόρ.: ενοχοποίησα, παθ.φωνή: ενοχοποιούμαι, π.αόρ.: ενοχοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ενοχοποιημένος
- καταδεικνύω το πώς σχετίζεται κάποιος ως ένοχος με ένα αξιόποινο ή επιλήψιμο γεγονός, κυρίως ένα έγκλημα
- ⮡ Με τις αποκαλύψεις του ενοχοποίησε πολλούς αξιωματούχους στο σκάνδαλο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενοχοποιώ | ενοχοποιούσα | θα ενοχοποιώ | να ενοχοποιώ | ενοχοποιώντας | |
β' ενικ. | ενοχοποιείς | ενοχοποιούσες | θα ενοχοποιείς | να ενοχοποιείς | ||
γ' ενικ. | ενοχοποιεί | ενοχοποιούσε | θα ενοχοποιεί | να ενοχοποιεί | ||
α' πληθ. | ενοχοποιούμε | ενοχοποιούσαμε | θα ενοχοποιούμε | να ενοχοποιούμε | ||
β' πληθ. | ενοχοποιείτε | ενοχοποιούσατε | θα ενοχοποιείτε | να ενοχοποιείτε | ενοχοποιείτε | |
γ' πληθ. | ενοχοποιούν(ε) | ενοχοποιούσαν(ε) | θα ενοχοποιούν(ε) | να ενοχοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενοχοποίησα | θα ενοχοποιήσω | να ενοχοποιήσω | ενοχοποιήσει | ||
β' ενικ. | ενοχοποίησες | θα ενοχοποιήσεις | να ενοχοποιήσεις | ενοχοποίησε | ||
γ' ενικ. | ενοχοποίησε | θα ενοχοποιήσει | να ενοχοποιήσει | |||
α' πληθ. | ενοχοποιήσαμε | θα ενοχοποιήσουμε | να ενοχοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ενοχοποιήσατε | θα ενοχοποιήσετε | να ενοχοποιήσετε | ενοχοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ενοχοποίησαν ενοχοποιήσαν(ε) |
θα ενοχοποιήσουν(ε) | να ενοχοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενοχοποιήσει | είχα ενοχοποιήσει | θα έχω ενοχοποιήσει | να έχω ενοχοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενοχοποιήσει | είχες ενοχοποιήσει | θα έχεις ενοχοποιήσει | να έχεις ενοχοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενοχοποιήσει | είχε ενοχοποιήσει | θα έχει ενοχοποιήσει | να έχει ενοχοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενοχοποιήσει | είχαμε ενοχοποιήσει | θα έχουμε ενοχοποιήσει | να έχουμε ενοχοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενοχοποιήσει | είχατε ενοχοποιήσει | θα έχετε ενοχοποιήσει | να έχετε ενοχοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενοχοποιήσει | είχαν ενοχοποιήσει | θα έχουν ενοχοποιήσει | να έχουν ενοχοποιήσει |
|
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενοχοποιώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενοχοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας