Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενοχοποίηση οι ενοχοποιήσεις
      γενική της ενοχοποίησης* των ενοχοποιήσεων
    αιτιατική την ενοχοποίηση τις ενοχοποιήσεις
     κλητική ενοχοποίηση ενοχοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοχοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοχοποίηση < (καθαρεύουσα) ἐνοχοποίησις < (ενοχοποιώ) ενοχοποιη- + -σις > -ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.no.xoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νο‐χο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενοχοποίηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενοχοποιώ
    ※  Ωστόσο, τα διακριτά αυτά γεγονότα συγκλίνουν στην ενοχοποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και η συνισταμένη αυτή μπορεί να μην καταλήξει στο παγκόσμιο χάος που προαναγγέλλει μια εντυπωσιακή χορωδία από Κασσάνδρες, αλλά σε μια απελευθερωτική εξέλιξη. (enet.gr)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία