incrimination
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
incrimination (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.kʁi.mi.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
incrimination (fr) θηλυκό
incrimination (en)
incrimination (fr) θηλυκό