mise en examen
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
mise en examen | mises en examen |
mise en examen (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mise en examen | mises en examen |
mise en examen (fr) θηλυκό