• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αδίκημα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀδίκημα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδίκημα τα αδικήματα
      γενική του αδικήματος των αδικημάτων
    αιτιατική το αδίκημα τα αδικήματα
     κλητική αδίκημα αδικήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αδίκημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδίκημα < (ἀδικῶ) ἀδικη- + -μα < ἄδικος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈði.ci.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δί‐κη‐μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδίκημα ουδέτερο

  • (νομικός όρος) η πράξη που αντιτίθεται στο δίκαιο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • άδικος
  • αδικώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αδίκημα
  • αγγλικά : offense (en)
  • γαλλικά : délit (fr), méfait (fr)
  • εβραϊκά : עבירה (he)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αδίκημα&oldid=5547988"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαρτίου 2022, στις 12:17

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαρτίου 2022, στις 12:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας