Ετυμολογία

επεξεργασία
αδικώ < αρχαία ελληνική ἀδικέω, -ῶ

αδικώ

  1. κάνω μια άδικη πράξη
  2. φαίνομαι άδικος απέναντι σε κάποιον, δεν του φέρομαι σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που πρέπει να μοιραστεί κάτι εξίσου
    ο μικρότερος γιος παραπονιόταν ότι τον αδίκησε ο πατέρας του όταν μοίρασε την περιουσία στα παιδιά του
  3. διατυπώνω λανθασμένα αρνητική γνώμη ή κρίση για κάποιον
    νομίζαμε ότι ο Γιώργος έκανε τη σκανταλιά, αλλά αποδείχτηκε ότι τον είχαμε αδικήσει
  4. δεν αδικώ (κάποιον): θεωρώ ότι κάτι που έκανε ήταν δικαιολογημένο
    Φώναζε, αλλά δεν τον αδικώ, ήταν εκνευρισμένος και δικαιολογημένα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία