αδικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδικώ < αρχαία ελληνική ἀδικέω, -ῶ
Ρήμα
επεξεργασίααδικώ
- κάνω μια άδικη πράξη
- φαίνομαι άδικος απέναντι σε κάποιον, δεν του φέρομαι σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που πρέπει να μοιραστεί κάτι εξίσου
- ο μικρότερος γιος παραπονιόταν ότι τον αδίκησε ο πατέρας του όταν μοίρασε την περιουσία στα παιδιά του
- διατυπώνω λανθασμένα αρνητική γνώμη ή κρίση για κάποιον
- νομίζαμε ότι ο Γιώργος έκανε τη σκανταλιά, αλλά αποδείχτηκε ότι τον είχαμε αδικήσει
- δεν αδικώ (κάποιον): θεωρώ ότι κάτι που έκανε ήταν δικαιολογημένο
- Φώναζε, αλλά δεν τον αδικώ, ήταν εκνευρισμένος και δικαιολογημένα.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδικώ | αδικούσα | θα αδικώ | να αδικώ | αδικώντας | |
β' ενικ. | αδικείς | αδικούσες | θα αδικείς | να αδικείς | (αδίκει) | |
γ' ενικ. | αδικεί | αδικούσε | θα αδικεί | να αδικεί | ||
α' πληθ. | αδικούμε | αδικούσαμε | θα αδικούμε | να αδικούμε | ||
β' πληθ. | αδικείτε | αδικούσατε | θα αδικείτε | να αδικείτε | αδικείτε | |
γ' πληθ. | αδικούν(ε) | αδικούσαν(ε) | θα αδικούν(ε) | να αδικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδίκησα | θα αδικήσω | να αδικήσω | αδικήσει | ||
β' ενικ. | αδίκησες | θα αδικήσεις | να αδικήσεις | αδίκησε | ||
γ' ενικ. | αδίκησε | θα αδικήσει | να αδικήσει | |||
α' πληθ. | αδικήσαμε | θα αδικήσουμε | να αδικήσουμε | |||
β' πληθ. | αδικήσατε | θα αδικήσετε | να αδικήσετε | αδικήστε | ||
γ' πληθ. | αδίκησαν αδικήσαν(ε) |
θα αδικήσουν(ε) | να αδικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδικήσει | είχα αδικήσει | θα έχω αδικήσει | να έχω αδικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδικήσει | είχες αδικήσει | θα έχεις αδικήσει | να έχεις αδικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδικήσει | είχε αδικήσει | θα έχει αδικήσει | να έχει αδικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδικήσει | είχαμε αδικήσει | θα έχουμε αδικήσει | να έχουμε αδικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδικήσει | είχατε αδικήσει | θα έχετε αδικήσει | να έχετε αδικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδικήσει | είχαν αδικήσει | θα έχουν αδικήσει | να έχουν αδικήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδικούμαι | αδικούμουν | θα αδικούμαι | να αδικούμαι | αδικούμενος | |
β' ενικ. | αδικείσαι | αδικούσουν | θα αδικείσαι | να αδικείσαι | ||
γ' ενικ. | αδικείται | αδικούνταν | θα αδικείται | να αδικείται | ||
α' πληθ. | αδικούμαστε | αδικούμασταν αδικούμαστε |
θα αδικούμαστε | να αδικούμαστε | ||
β' πληθ. | αδικείστε | αδικούσασταν αδικούσαστε |
θα αδικείστε | να αδικείστε | αδικείστε | |
γ' πληθ. | αδικούνται | αδικούνταν | θα αδικούνται | να αδικούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδικήθηκα | θα αδικηθώ | να αδικηθώ | αδικηθεί | ||
β' ενικ. | αδικήθηκες | θα αδικηθείς | να αδικηθείς | αδικήσου | ||
γ' ενικ. | αδικήθηκε | θα αδικηθεί | να αδικηθεί | |||
α' πληθ. | αδικηθήκαμε | θα αδικηθούμε | να αδικηθούμε | |||
β' πληθ. | αδικηθήκατε | θα αδικηθείτε | να αδικηθείτε | αδικηθείτε | ||
γ' πληθ. | αδικήθηκαν αδικηθήκαν(ε) |
θα αδικηθούν(ε) | να αδικηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αδικηθεί | είχα αδικηθεί | θα έχω αδικηθεί | να έχω αδικηθεί | αδικημένος | |
β' ενικ. | έχεις αδικηθεί | είχες αδικηθεί | θα έχεις αδικηθεί | να έχεις αδικηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αδικηθεί | είχε αδικηθεί | θα έχει αδικηθεί | να έχει αδικηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αδικηθεί | είχαμε αδικηθεί | θα έχουμε αδικηθεί | να έχουμε αδικηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αδικηθεί | είχατε αδικηθεί | θα έχετε αδικηθεί | να έχετε αδικηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αδικηθεί | είχαν αδικηθεί | θα έχουν αδικηθεί | να έχουν αδικηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αδικημένος - είμαστε, είστε, είναι αδικημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αδικημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αδικημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αδικημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αδικημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αδικημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αδικημένοι |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδικώ