wrong
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wrong |
συγκριτικός | more wrong |
υπερθετικός | most wrong |
wrong (en)
- λάθος, λανθασμένος, δεν είναι σωστό
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) κάνω λάθος, έχω άδικο, για ένα άτομο που δεν έχει δίκιο για κάτι ή κάποιον
- ↪ You are not wrong, but I don’t agree with you.
- Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.
- ↪ Now I see how wrong I was.
- Τώρα βλέπω πόσο άδικο είχα.
- ↪ You’re very wrong if you think…
- Κάνεις μεγάλο λάθος αν νομίζεις πως…
- ↪ I think you are wrong.
- Νομίζω πως κάνεις λάθος.
- ↪ You are not wrong, but I don’t agree with you.
- που προκαλεί προβλήματα, που είναι χαλασμένο
- ↪ Something is wrong with the engine.
- Κάτι έχει η μηχανή.
- ↪ What’s wrong?
- Τι έχεις;/Τι συμβαίνει;/Τι τρέχει;
- ↪ There’s nothing wrong (with me).
- Δεν μου συμβαίνει/δεν έχω τίποτα.
- ↪ There is something wrong with my computer.
- Υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον υπολογιστή μου.
- ↪ Something is wrong here.
- Κάτι πάει στραβά εδώ.
- ↪ Something is wrong with the engine.
- ακατάλληλος, λάθος, δεν είναι κατάλληλο, σωστό ή αυτό που χρειάζομαι
- ↪ The size is wrong.
- Το μέγεθος είναι ακατάλληλο/λάθος.
- ↪ The size is wrong.
- κακός, ανήθικος
- ↪ It is wrong tell lies.
- Είναι κακό να λες ψέματα.
- ↪ It was wrong of you to speak like that.
- Ήταν κακό εκ μέρους σου να μιλήσεις έτσι.
- ↪ It is wrong tell lies.
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wrong |
συγκριτικός | more wrong |
υπερθετικός | most wrong |
wrong (en)
- λανθασμένα, λάθος, στραβά
- ↪ I spelled this word wrong.
- Έγραψα λάθος αυτή τη λέξη.
- ↪ You are playing the notes wrong.
- Παίζεις λάθος νότες.
- ↪ Everything went wrong for him.
- Όλα τού πήγαν στραβά.
- ↪ I spelled this word wrong.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wrong | wrongs |
wrong (en)
- (μη μετρήσιμο) το κακό, το λάθος, με την έννοια της ανέντιμης ή ανήθικης συμπεριφοράς ή της άδικης ή παράνομης πράξης
- ↪ the difference between right and wrong - η διαφορά μεταξύ του καλού και του κακού
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wrong |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wrongs |
αόριστος | wronged |
παθητική μετοχή | wronged |
ενεργητική μετοχή | wronging |
wrong (en)
- (επίσημο) αδικώ κάποιον, τον κακομεταχειρίζομαι, τον βλάπτω ή του στερώ κάποιο νόμιμο δικαίωμα ή αγαθό
- ↪ You have wronged me.
- Με αδίκησες.
- ↪ You have wronged me.
Πηγές
επεξεργασία- wrong (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- wrong (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- wrong (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wrong (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 490. ISBN 9780194325684., λήμμα: λάθος