Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός wrong
συγκριτικός more wrong
υπερθετικός most wrong

wrong (en)

  1. λάθος, λανθασμένος, δεν είναι σωστό
    Your answer is wrong.
    Η απάντησή σου είναι λάθος.
    You are playing the wrong notes.
    Παίζεις λάθος νότες.
    His instructions were wrong.
    Οι οδηγίες του ήταν λανθασμένες.
     συνώνυμα:  incorrect και untrue
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό) κάνω λάθος, έχω άδικο, για ένα άτομο που δεν έχει δίκιο για κάτι ή κάποιον
    You are not wrong, but I don’t agree with you.
    Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.
    Now I see how wrong I was.
    Τώρα βλέπω πόσο άδικο είχα.
    You’re very wrong if you think…
    Κάνεις μεγάλο λάθος αν νομίζεις πως…
    I think you are wrong.
    Νομίζω πως κάνεις λάθος.
  3. που προκαλεί προβλήματα, που είναι χαλασμένο
    Something is wrong with the engine.
    Κάτι έχει η μηχανή.
    What’s wrong?
    Τι έχεις;/Τι συμβαίνει;/Τι τρέχει;
    There’s nothing wrong (with me).
    Δεν μου συμβαίνει/δεν έχω τίποτα.
    There is something wrong with my computer.
    Υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον υπολογιστή μου.
    Something is wrong here.
    Κάτι πάει στραβά εδώ.
  4. ακατάλληλος, λάθος, δεν είναι κατάλληλο, σωστό ή αυτό που χρειάζομαι
    The size is wrong.
    Το μέγεθος είναι ακατάλληλο/λάθος.
  5. κακός, ανήθικος
    It is wrong tell lies.
    Είναι κακό να λες ψέματα.
    It was wrong of you to speak like that.
    Ήταν κακό εκ μέρους σου να μιλήσεις έτσι.

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός wrong
συγκριτικός more wrong
υπερθετικός most wrong

wrong (en)

  • λανθασμένα, λάθος, στραβά
    I spelled this word wrong.
    Έγραψα λάθος αυτή τη λέξη.
    You are playing the notes wrong.
    Παίζεις λάθος νότες.
    Everything went wrong for him.
    Όλα τού πήγαν στραβά.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wrong wrongs

wrong (en)

  • (μη μετρήσιμο) το κακό, το λάθος, με την έννοια της ανέντιμης ή ανήθικης συμπεριφοράς ή της άδικης ή παράνομης πράξης
    the difference between right and wrong - η διαφορά μεταξύ του καλού και του κακού

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας wrong
γ΄ ενικό ενεστώτα wrongs
αόριστος wronged
παθητική μετοχή wronged
ενεργητική μετοχή wronging

wrong (en)

  • (επίσημο) αδικώ κάποιον, τον κακομεταχειρίζομαι, τον βλάπτω ή του στερώ κάποιο νόμιμο δικαίωμα ή αγαθό
    You have wronged me.
    Με αδίκησες.