Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδικέω < παρασύνθετος ἄδικος + jω (ἄδικος < α στερητικό + δίκη)

ἀδικέω - ἀδικῶ (συνηρημένο), αιολικός τύπος ἀδιήω και δωρικός ἀδιίω

  1. (αμετάβατο) είμαι άδικος, έχω άδικο, διαπράττω αδικία
    ※  οὐδὲ ἀδικούμενον ἄρα ἀνταδικεῖν, ὡς οἱ πολλοὶ οἴονται, ἐπειδή γε οὐδαμῶς δεῖ ἀδικεῖν. : ούτε όταν αδικείται κάποιος πρέπει να ανταποδίδει το άδικο όπως πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, γιατί ο άνθρωπος βέβαια για κανένα λόγο δεν πρέπει να αδικεί (Πλάτων, Κρίτων)
  2. (με αιτιατική): αδικώ κάποιον, βλάπτω σε κάτι, κάποιον (π.χ. την υγεία, τους νεφρούς, τη γη ή γενικά τα ήθη)
    ※  Ἔρως...διέφθειρέν τε πολλὰ καὶ ἠδίκησεν. (Πλάτων, Συμπόσιο, 188a)
  3. με κατηγορηματική μετοχή: αδικώ με το να...
    ※  ἀδικεῖτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολέμου ἄρχοντες καὶ σπονδὰς λύοντες: ἡμῖν : διαπράττετε αδικία άνδρες Αθηναίοι με το να ξεκινάτε τον πόλεμο και να λύνετε τις σπονδές (Θουκυδίδης, Πελ. Πόλεμος, βιβλίο 1, 53)
  4. εξαπατώ, κάνω ατιμία, αδικώ σε αγώνα, "κλέβω" σε αγώνα, κάνω ζαβολιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τἀδικεῖν : το άδικο, η αδικοπραγία
  • τὸ μὴ ἀδικεῖν : η σωστή, δίκαιη συμπεριφορά

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ἀδικεῖται και η μετοχή ενεστώτα ἀδικούμενος χρησιμοποιούνταν συχνά αντί του παρακειμένου ἠδίκηται και της μετοχής του , ἠδικημένος αντίστοιχα