Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπονδή οι σπονδές
      γενική της σπονδής των σπονδών
    αιτιατική τη σπονδή τις σπονδές
     κλητική σπονδή σπονδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπονδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπονδή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπονδή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπονδή αἱ σπονδαί
      γενική τῆς σπονδῆς τῶν σπονδῶν
      δοτική τῇ σπονδ ταῖς σπονδαῖς
    αιτιατική τὴν σπονδήν τὰς σπονδᾱ́ς
     κλητική ! σπονδή σπονδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπονδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σπονδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπονδή, ήδη ομηρικό < θέμα: μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε και στο σπένδω (χύνω σταγόνες) ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπονδή θηλυκό

  1. το χύσιμο στο έδαφος κρασιού σαν προσφορά στους θεούς
  2. (στον πληθυντικό) αἱ σπονδαί: επίσημη συμφωνία, συνθήκη ειρήνης, ανακωχή (επειδή κατά τη σύναψη συμφωνίας έκαναν σπονδές στους θεούς)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία