Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπονδειακός η σπονδειακή το σπονδειακό
      γενική του σπονδειακού της σπονδειακής του σπονδειακού
    αιτιατική τον σπονδειακό τη σπονδειακή το σπονδειακό
     κλητική σπονδειακέ σπονδειακή σπονδειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπονδειακοί οι σπονδειακές τα σπονδειακά
      γενική των σπονδειακών των σπονδειακών των σπονδειακών
    αιτιατική τους σπονδειακούς τις σπονδειακές τα σπονδειακά
     κλητική σπονδειακοί σπονδειακές σπονδειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπονδειακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σπονδειακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία