άσπονδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσπονδος | η | άσπονδη | το | άσπονδο |
γενική | του | άσπονδου | της | άσπονδης | του | άσπονδου |
αιτιατική | τον | άσπονδο | την | άσπονδη | το | άσπονδο |
κλητική | άσπονδε | άσπονδη | άσπονδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσπονδοι | οι | άσπονδες | τα | άσπονδα |
γενική | των | άσπονδων | των | άσπονδων | των | άσπονδων |
αιτιατική | τους | άσπονδους | τις | άσπονδες | τα | άσπονδα |
κλητική | άσπονδοι | άσπονδες | άσπονδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσπονδος < (ελληνιστική κοινή) ἄσπονδος < ἀ- στερητικό + σπονδή
Επίθετο
επεξεργασίαάσπονδος, -η, -ο
- με τον οποίο δεν είναι δυνατόν να συμφιλιωθεί κανείς
- άσπονδος εχθρός
- για έχθρα που δεν μπορεί να σβηστεί
- άσπονδο μίσος
Εκφράσεις
επεξεργασία- άσπονδος φίλος: εχθρός που υποκρινεται το φίλο