↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπονδος η άσπονδη το άσπονδο
      γενική του άσπονδου της άσπονδης του άσπονδου
    αιτιατική τον άσπονδο την άσπονδη το άσπονδο
     κλητική άσπονδε άσπονδη άσπονδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσπονδοι οι άσπονδες τα άσπονδα
      γενική των άσπονδων των άσπονδων των άσπονδων
    αιτιατική τους άσπονδους τις άσπονδες τα άσπονδα
     κλητική άσπονδοι άσπονδες άσπονδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άσπονδος < (ελληνιστική κοινή) ἄσπονδος < ἀ- στερητικό + σπονδή

  Επίθετο

επεξεργασία

άσπονδος, -η, -ο

  1. με τον οποίο δεν είναι δυνατόν να συμφιλιωθεί κανείς
    άσπονδος εχθρός
  2. για έχθρα που δεν μπορεί να σβηστεί
    άσπονδο μίσος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • άσπονδος φίλος: εχθρός που υποκρινεται το φίλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία