Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομοσπονδιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομοσπονδιακ
ός
η
ομοσπονδιακ
ή
το
ομοσπονδιακ
ό
γενική
του
ομοσπονδιακ
ού
της
ομοσπονδιακ
ής
του
ομοσπονδιακ
ού
αιτιατική
τον
ομοσπονδιακ
ό
την
ομοσπονδιακ
ή
το
ομοσπονδιακ
ό
κλητική
ομοσπονδιακ
έ
ομοσπονδιακ
ή
ομοσπονδιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομοσπονδιακ
οί
οι
ομοσπονδιακ
ές
τα
ομοσπονδιακ
ά
γενική
των
ομοσπονδιακ
ών
των
ομοσπονδιακ
ών
των
ομοσπονδιακ
ών
αιτιατική
τους
ομοσπονδιακ
ούς
τις
ομοσπονδιακ
ές
τα
ομοσπονδιακ
ά
κλητική
ομοσπονδιακ
οί
ομοσπονδιακ
ές
ομοσπονδιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομοσπονδιακός
<
ομοσπονδία
+
-ακός
<
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
fédéral
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.mo.spon.ði.aˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ομοσπονδιακός
που συσχετίζεται με
ομοσπονδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομοσπονδιακός
αγγλικά
:
federal
(en)
γαλλικά
:
fédéral
(fr)
εσπεράντο
:
federacia
(eo)