• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

fédéral

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : federal

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Σύνθετα

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

fédéral < λατινική foedus, foederis

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fédéral fédéraux
θηλυκό fédérale fédérales

fédéral (fr) αρσενικό

  • ομοσπονδιακός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • fédérale
  • fédéraliser
  • fédéralisme
  • fédéraliste
  • fédérateur - fédératrice
  • fédératif - fédérative
  • fédération
  • fédéré - fédérée
  • fédérer

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • confédéral
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fédéral&oldid=5583203"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2022, στις 14:03

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 한국어
    • Norsk
    • Polski
    • Русский
    • Svenska
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2022, στις 14:03.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie