Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fédérateur fédérateurs
θηλυκό fédératrice fédératrices

  Επίθετο επεξεργασία

fédérateur (fr)

  • που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών με σκοπό την επίτευξη ενός κοινού στόχου