• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

στόχος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόχος οι στόχοι
      γενική του στόχου των στόχων
    αιτιατική τον στόχο τους στόχους
     κλητική στόχε στόχοι
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στόχος < αρχαία ελληνική στόχος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στόχος αρσενικό

  1. σκοπός
  2. αυτό που θέλει κάποιος να συνατήσει η ρίψη του
  3. παιχνίδι αντικείμενο σκοποβολίας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στόχος
  • αγγλικά : target (en), objective (en)
  • γαλλικά : but (fr), objectif (fr)
  • γερμανικά : Ziel (de)
  • ισπανικά : diana (es)
  • ιταλικά : meta (it)
  • ουγγρικά : célpont (hu)
  • ουκρανικά : мета (uk)
  • πορτογαλικά : mira (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στόχος&oldid=4857784"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 05:07

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 05:07.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie