Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɑːɡɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈtɑɹɡɪt/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
target targets

target (en)

  1. ο στόχος, ο σκοπός, αποτέλεσμα που προσπαθώ να πετύχω
    ⮡  Vaccination coverage in this phase exceeded the initial estimated target.
    Κάλυψη εμβολιασμού σε αυτή τη φάση ξεπέρασε τον αρχικό εκτιμώμενο στόχο.
    ⮡  I achieved my target.
    Πέτυχα το σκοπό μου.
     συνώνυμα: goal
  2. ο στόχος, για κάποιον ή για κάτι προς το(ν) οποίο κατευθύνεται μια επιθετική, εχθρική συμπεριφορά
    ⮡  The minister became a target of intense criticism.
    Ο υπουργός έγινε στόχος έντονης κριτικής.
    ⮡  What have I done to you that you have made me a target?
    Τι σου έχω κάνει και με έχεις βάλει στόχο;
  3. ο στόχος, το σημείο προς το οποίο κατευθύνει κάποιος τη βολή για να χτυπήσει
    ⮡  He hit the target ten times consecutively.
    Πέτυχε το στόχο δέκα φορές συνέχεια.
ενεστώτας target
γ΄ ενικό ενεστώτα targets
αόριστος targeted
παθητική μετοχή targeted
ενεργητική μετοχή targeting

target (en) (συχνά στην παθητική φωνή)

  1. στοχεύω, κατευθύνω, στρέφω μια επίθεση ή μια κριτική εναντίον κάποιου ή κάτι
    ⮡  Target the center of the circle.
    Στόχευσε στο κέντρο του κύκλου.
    ⮡  All his criticism was targeted at me.
    Όλη η κριτική του κατευθυνόταν εναντίον μου.
  2. προορίζομαι, απευθύνομαι, προσπαθώ να επηρεάσω μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ή ένα συγκεκριμένο πράγμα
    ⮡  This dictionary targets/is targeted at Greek learning English.
    Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
    ⮡  This books is targeted at beginners.
    Αυτό το βιβλίο απευθύνεται σε αρχαρίους.
    ⮡  It’s a sales promotion campaign targeting/which targets young consumers.
    Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.