προορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.oˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ο‐ρί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαπροορίζομαι, π.αόρ.: προορίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: προορισμένος, (ενεργ.: προορίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος προορίζω → δείτε και την κλίση
- παθητικές σημασίες του προορίζω
- ⮡ ο Χ βουλευτής προορίζεται από τον πρωθυπουργό για το υπουργείο βιομηχανίας
- κατευθύνομαι ως ταξιδιώτης
- παθητικές σημασίες του προορίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροορίζομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεσοπαθητική φωνή του ρήματος προορίζω