ΔΦΑ : /pɾo.oˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προορίζομαι

προορίζομαι, π.αόρ.: προορίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: προορισμένος, (ενεργ.: προορίζω)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία