Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προορισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προορισμέν
ος
η
προορισμέν
η
το
προορισμέν
ο
γενική
του
προορισμέν
ου
της
προορισμέν
ης
του
προορισμέν
ου
αιτιατική
τον
προορισμέν
ο
την
προορισμέν
η
το
προορισμέν
ο
κλητική
προορισμέν
ε
προορισμέν
η
προορισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προορισμέν
οι
οι
προορισμέν
ες
τα
προορισμέν
α
γενική
των
προορισμέν
ων
των
προορισμέν
ων
των
προορισμέν
ων
αιτιατική
τους
προορισμέν
ους
τις
προορισμέν
ες
τα
προορισμέν
α
κλητική
προορισμέν
οι
προορισμέν
ες
προορισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προορισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προορίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροόριστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προορισμένος
αγγλικά
:
bound
(en)
,
destined
(en)
γαλλικά
:
prédestiné
(fr)
,
destiné
(fr)