Δείτε επίσης: απροσδιόριστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροόριστος η απροόριστη το απροόριστο
      γενική του απροόριστου της απροόριστης του απροόριστου
    αιτιατική τον απροόριστο την απροόριστη το απροόριστο
     κλητική απροόριστε απροόριστη απροόριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροόριστοι οι απροόριστες τα απροόριστα
      γενική των απροόριστων των απροόριστων των απροόριστων
    αιτιατική τους απροόριστους τις απροόριστες τα απροόριστα
     κλητική απροόριστοι απροόριστες απροόριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροόριστος < α- + προορίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

απροόριστος

  • (λόγιο) (σπάνιο) που δεν έχει (θεμιτό, σωστό ή ξεκάθαρο) προορισμό
    ※  Τέτοιες φήμες βασίζονται πάντα σε ένα κλίμα γενικευμένης αποδοχής της θεωρίας της συνωμοσίας. Και η θεωρία αυτή γίνεται πιστευτή ακριβώς όταν δεν συλλαμβάνεται ο απρόσωπος και απροόριστος χαρακτήρας της κοινωνίας η οποία είναι ανοιχτή και της αγοράς όταν αυτή λειτουργεί πράγματι ως αγορά. (Εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία