απροόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπροόριστος
- (λόγιο) (σπάνιο) που δεν έχει (θεμιτό, σωστό ή ξεκάθαρο) προορισμό
- ※ Τέτοιες φήμες βασίζονται πάντα σε ένα κλίμα γενικευμένης αποδοχής της θεωρίας της συνωμοσίας. Και η θεωρία αυτή γίνεται πιστευτή ακριβώς όταν δεν συλλαμβάνεται ο απρόσωπος και απροόριστος χαρακτήρας της κοινωνίας η οποία είναι ανοιχτή και της αγοράς όταν αυτή λειτουργεί πράγματι ως αγορά. (Εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απροόριστος
|