Δείτε επίσης: προσδιορισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προορισμός οι προορισμοί
      γενική του προορισμού των προορισμών
    αιτιατική τον προορισμό τους προορισμούς
     κλητική προορισμέ προορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προορισμός < αρχαία ελληνική προορισμός < προορίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προορισμός αρσενικό

  1. ο τόπος για τον οποίο προορίζεται ένας ταξιδιώτης
  2. ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει ένας άνθρωπος ή αντικείμενο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία