προσδιορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσδιορισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσδιορισμός < αρχαία ελληνική προσδιορίζω < προσ- + διορίζω
- για τον όρο γραμματικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déterminatif
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoz.ði.o.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προσ‐δι‐ο‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσδιορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσδιορίζω
- (γραμματική, συντακτικό) όρος που προσδιορίζει ή συμπληρώνει άλλο όρο μιας πρότασης
- (Χρειάζεται παράδειγμα)
- → δείτε επιθετικός προσδιορισμός, ομοιόπτωτος προσδιορισμός
- ειδικότερα, για ορισμένες γλώσσες: προσδιοριστής (αγγλικά: determiner)
- προσδιορισμοί - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012