αντικειμενικός προσδιορισμός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντικειμενικός προσδιορισμός | οι | αντικειμενικοί προσδιορισμοί |
γενική | του | αντικεμενικού προσδιορισμού | των | αντικειμενικών προσδιορισμών |
αιτιατική | τον | αντικειμενικό προσδιορισμό | τους | αντικειμενικούς προσδιορισμούς |
κλητική | αντικειμενικέ προσδιορισμέ | αντικειμενικοί προσδιορισμοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντικειμενικός προσδιορισμός < → δείτε τις λέξεις αντικειμενικός και προσδιορισμός
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αντικειμενικός προσδιορισμός αρσενικό
- (οικονομία) για ακίνητα: ο υπολογισμός της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια, όπως για παράδειγμα η περιοχή του ακινήτου[1]
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αντικειμενικός προσδιορισμός
|
Επεξεργασία
- ↑ αντικειμενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.