πρόταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόταση | οι | προτάσεις |
γενική | της | πρότασης* | των | προτάσεων |
αιτιατική | την | πρόταση | τις | προτάσεις |
κλητική | πρόταση | προτάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρόταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρότα(σις) + -ση < προτείνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική proposition) [1] → δείτε και πρό- & τάση < τείνω. Διαφορετικό το προτάσσω.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ta.si/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbɾo.ta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐τα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρόταση θηλυκό
- (γραμματική) μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά απο λέξεις με κεντρικό χαρακτηριστικό ένα ρήμα
- κάτι που προτείνω σε κάποιον, μια συμβουλή, υπόδειξη, αίτημα ή προσφορά
Της έκανε πρόταση γάμου.
Μου έκαναν μία συμφέρουσα πρόταση για αγορά ομολόγων.
Απέρριψε την πρόταση να αναλάβει προπονητής της ομάδας.
Οι προτάσεις του διευθυντή της Τράπεζας εξετάζονται από το υπουργείο Οικονομικών.
- (αθλητισμός, γυμναστική) το τέντωμα προς τα μπρος
- (λογική) → δείτε το συνώνυμο λογική πρόταση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αντιπρόταση
- αυτοπρόταση
- βιβλιοπρόταση
- υποπρόταση (προγραμματισμός)
Συγγενικά
επεξεργασία- προτασούλα (υποκοριστικό)
- προτασιακός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά λέξεων
κάτι που προτείνω
παράγγελμα της γυμναστικής
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πρόταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας