↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόταση οι προτάσεις
      γενική της πρότασης* των προτάσεων
    αιτιατική την πρόταση τις προτάσεις
     κλητική πρόταση προτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρότα(σις) + -ση < προτείνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική proposition) [1] → δείτε και  πρό- & τάση < τείνω. Διαφορετικό το προτάσσω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾo.ta.si/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbɾo.ta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐τα‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόταση θηλυκό

  1. (γραμματική) μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά απο λέξεις με κεντρικό χαρακτηριστικό ένα ρήμα
    ⮡  Οι προτάσεις δημιουργούν τις περιόδους που μπορεί να χωρίζονται σε ημιπεριόδους.
    → και δείτε τη λέξη φράση
  2. κάτι που προτείνω σε κάποιον, μια συμβουλή, υπόδειξη, αίτημα ή προσφορά
    ⮡  Της έκανε πρόταση γάμου.
    ⮡  Μου έκαναν μία συμφέρουσα πρόταση για αγορά ομολόγων.
    ⮡  Απέρριψε την πρόταση να αναλάβει προπονητής της ομάδας.
    ⮡  Οι προτάσεις του διευθυντή της Τράπεζας εξετάζονται από το υπουργείο Οικονομικών.
  3. (αθλητισμός, γυμναστική) το τέντωμα προς τα μπρος
  4. (λογική) → δείτε το συνώνυμο λογική πρόταση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προτείνω, προ, τάση και τείνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία