υπόδειξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόδειξη | οι | υποδείξεις |
γενική | της | υπόδειξης* | των | υποδείξεων |
αιτιατική | την | υπόδειξη | τις | υποδείξεις |
κλητική | υπόδειξη | υποδείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόδειξη < (ελληνιστική κοινή) ὑπόδειξις < αρχαία ελληνική ὑποδείκνυμι < ὑπό + δείκνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόδειξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υποδεικνύω