Ουσιαστικό

επεξεργασία

indication (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
indication indications

indication (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη indiquer