Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισήμανση οι επισημάνσεις
      γενική της επισήμανσης* των επισημάνσεων
    αιτιατική την επισήμανση τις επισημάνσεις
     κλητική επισήμανση επισημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισήμανση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισήμαν(σις) + -ση < ἐπισημαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈsi.man.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐σή‐μαν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισήμανση θηλυκό

  1. το σφράγισμα, το σημάδεμα, το μαρκάρισμα
  2. η σήμανση, η τοποθέτηση σημαδιού ως αναγνωριστικού σήματος
    Όταν ο οδηγός διακρίνει πινακίδα με την επισήμανση της διεξαγωγής έργων οφείλει να ελαττώνει την ταχύτητα του οχήματος
  3. (μεταφορικά) η διατύπωση μιας παρατήρησης
    η επισήμανση των δυσκολιών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία