πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισήμανση οι επισημάνσεις
      γενική της επισήμανσης* των επισημάνσεων
    αιτιατική την επισήμανση τις επισημάνσεις
     κλητική επισήμανση επισημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈsi.man.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισήμανση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επισήμανση θηλυκό

  1. το σφράγισμα, το σημάδεμα, το μαρκάρισμα
  2. η σήμανση, η τοποθέτηση σημαδιού ως αναγνωριστικού σήματος
      Όταν ο οδηγός διακρίνει πινακίδα με την επισήμανση της διεξαγωγής έργων οφείλει να ελαττώνει την ταχύτητα του οχήματος
  3. (μεταφορικά) η διατύπωση μιας παρατήρησης
      η επισήμανση των δυσκολιών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία