παρατήρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρατήρηση | οι | παρατηρήσεις |
γενική | της | παρατήρησης* | των | παρατηρήσεων |
αιτιατική | την | παρατήρηση | τις | παρατηρήσεις |
κλητική | παρατήρηση | παρατηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρατηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρατήρηση < (ελληνιστική κοινή) παρατήρησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρατήρηση θηλυκό
- το να παρατηρείς κάτι, να το κοιτάς προσεκτικά επί αρκετή ώρα για να ανακαλύψεις ή να καταλάβεις κάτι
- σχεδόν το σύνολο των φυσικών επιστημών βασίζονται στην παρατήρηση και το πείραμα
- ερευνητικό δεδομένο, δεδομένο έρευνας
- καταγραφή και μέτρηση συγκεκριμένων παραγόντων και μεταβλητών [1]
- ένα σχόλιο, γραπτό ή προφορικό
- Μπορώ να κάνω μια παρατήρηση πάνω στο θέμα;
- επιτιμητικός λόγος, μάλωμα
- η δασκάλα του έκανε παρατήρηση για τα πολλά λάθη στο τετράδιό του
- (παλιότερα) γραμματική ή συντακτική ή ερμηνευτική ερώτηση διαγωνίσματος πάνω σε ένα κείμενο, άσκηση
- η μικρότερη ποινή σε αθλητικά ή άλλου είδους αδικήματα η οποία απλώς καταγράφεται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία το επί ώρα προσεκτικό κοίταγμα
προφορική ή γραπτή επισήμανση
προφορικός ή γραπτός επιτιμητικός λόγος
|