μάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάλωμα | τα | μαλώματα |
γενική | του | μαλώματος | των | μαλωμάτων |
αιτιατική | το | μάλωμα | τα | μαλώματα |
κλητική | μάλωμα | μαλώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάλωμα < μαλώνω < μεσαιωνική ελληνική μαλώνω < ὁμαλώνω και ὁμαλίζω < αρχαία ελληνική ὁμαλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάλωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του μαλώνω, ο καβγάς
- Αφήστε τα μαλώματα να φάμε σαν άνθρωποι
- η επίπληξη
- Ζάρωσε το παιδί μετά το μάλωμα. Μην το αποπαίρνεις έτσι!